- στιλιστικός
- -ή, -ό, Νβλ. στυλιστικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στυλιστικός — και στιλιστικός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στυλ 2. το θηλ. ως ουσ. η στυλιστική η υφολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. stylistic (βλ. και λ. στυλ)] … Dictionary of Greek